17/5/07

Διαφήμιση και τρομοκρατία



Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός Μέτοχος


Στο νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη παρακολουθούμε τον γνωστό μας πια κεντρικό ήρωα από τα προηγούμενα τρία μυθιστορήματά του («Νυχτερινό Δελτίο», «Άμυνα Ζώνης», «Ο Τσε αυτοκτόνησε» και τα τρία από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης), αστυνόμο Χαρίτο, να ζει δύσκολες στιγμές, αφού η μοναχοκόρη του, η Κατερίνα, έχει πέσει θύμα τρομοκρατικής ενέργειας με άλλα 300 άτομα στην Κρήτη, ενώ ο ίδιος είναι αναγκασμένος να βρίσκεται στην Αθήνα, προκειμένου να εξιχνιάσει μια σειρά φόνων που σχετίζονται με το χώρο της διαφήμισης.

Παρακολουθούμε δύο υποθέσεις που εκτυλίσσονται παράλληλα και συνδέονται αριστοτεχνικά, για να μας δοθεί, τελικά, ένα έξυπνο φινάλε. Η πρώτη λαμβάνει χώρα στο λιμάνι της Σούδας, όπου μέλη ακροδεξιάς οργάνωσης καταλαμβάνουν ένα πλοίο με αίτημα να τερματιστούν οι ανακρίσεις που διερευνούν τη συμμετοχή Ελλήνων στα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στη Σρεμπρένιτσα. Η άλλη αφορά σε έναν κατά συρροή δολοφόνο που σκοτώνει ανθρώπους από τον χώρο της διαφήμισης με αίτημα να σταματήσουν οι διαφημίσεις.

Αστυνόμος Χαρίτος

Το σημείο σύνδεσης των δύο υποθέσεων, αρχικά, είναι ο πρωταγωνιστής μας, ο αστυνόμος Χαρίτος. Αυτός παίρνει μέρος στην πρώτη υπόθεση ως πατέρας που αγωνιά για την κόρη του, η οποία έχει πέσει θύμα της θαλασσοπειρατείας, και στη δεύτερη ως υπεύθυνος για την εξιχνίαση των φόνων· δύο ρόλοι (πατέρα - αστυνομικού) που στην πορεία συγκρούονται.

Πρόκειται για έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο, χωρίς ιδιαίτερη σωματική διάπλαση, με δύο όμως ιδιαιτερότητες: την αγάπη του για τα λεξικά και την εμμονή του στο παλιό του αυτοκίνητο. Η σχέση με τη γυναίκα του θυμίζει τη σχέση που έχει με την πόλη του, την Αθήνα: μια σχέση αγάπης – μίσους. Αγαπάει την πόλη του κι ας γκρινιάζει γι’ αυτήν, όπως αγαπάει τη γυναίκα του, με την οποία ωστόσο έχει συχνούς καυγάδες.

Ας δούμε όμως πώς ο ίδιος ο αστυνόμος αναφέρεται στον εαυτό του. Αφού χωρίσει τους συναδέλφους του σε τέσσερις κατηγορίες: σ’ αυτούς που είναι με την εξουσία, όποια κι αν είναι αυτή, στους τίμιους και ευσυνείδητους, στους διεφθαρμένους και σε αυτούς που έχουν ως αρχή το «σκάσε και δούλευε, άλλοι αποφασίζουν», θα κατατάξει τον εαυτό του στην τελευταία κατηγορία. Στο τέλος όμως διαφοροποιείται εν μέρει από αυτή, αφού θα ενεργήσει προσωπικά και θα αποφασίσει ο ίδιος για την τιμωρία του ηθικού αυτουργού των φόνων. Θα παρακάμψει τους προϊσταμένους του, οι οποίοι προηγουμένως είχαν θυσιάσει την ουσία για το φαίνεσθαι, συλλαμβάνοντας μόνο το εκτελεστικό όργανο των φόνων με αποτέλεσμα να καρπωθούν αυτοί την «επιτυχή» έκβαση της υπόθεσης, παραμερίζοντας έτσι τον Χαρίτο και την ουσιαστική συμβολή του στην επίλυσή της.

Ο ήρωας παρουσιάζει και κρίνει τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ενώ πάντα διακρίνεται για το ήθος του. Αναφέρεται στη μεγαλομανία («…προσπερνάω στα αριστερά μου έναν Παρθενώνα που έχτισε ένας μεγαλομανής Νεοέλληνας πάνω στην εθνική, με στύλους, κίονες και περιστύλιο και στη μέση αρκετό χώρο ελεύθερο για να χωρέσει το Ερεχθείο. Η φυγή από τη μιζέρια ξεκινάει στον Νεοέλληνα από το πανωσήκωμα της μονοκατοικίας και τελειώνει στο ξεπατίκωμα της Ακρόπολης»), την οδηγική συμπεριφορά («…η κατάσταση της εθνικής δε μου αφήνει περιθώρια για ψυχοπλάκωμα, γιατί ξαφνικά βρίσκομαι μέσα σ’ ένα χάος από νταλίκες, λεωφορεία του ΚΤΕΛ, πούλμαν, φορτηγά, αγροτικά και γιωταχί, που προσπαθούν απεγνωσμένα να προσπεράσουν το ένα το άλλο. Το αποτέλεσμα είναι να τσουλάνε τα λεωφορεία και οι νταλίκες στην αριστερή λωρίδα και τα αυτοκίνητα στη δεξιά, με τη μεσαία να είναι το κέντρο διερχομένων από τα δεξιά προς τα αριστερά και τούμπαλιν») ή τη νωθρότητα των νεοελλήνων («…παρελαύνει όλη η γκάμα από πιτσερίες, ουζάδικα, ψαροταβέρνες και καφετέριες, με τους πρώτους πελάτες, αγνώστων επαγγελματικών στοιχείων, να έχουν αράξει στις δέκα το πρωί με το φραπέ και το κινητό τους πάνω στο τραπεζάκι και λίγο πιο πέρα τα Μάρλμπορο με τον αναπτήρα»). Μιλάει ακόμα για την ανικανότητα των κρατικών λειτουργών, ακόμα και των υψηλόβαθμων, όπως του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Τέλος, μας αφήνουν μια πικρή γεύση οι αναφορές του στη μετα-Ολυμπιακή Αθήνα με τις εγκαταλελειμμένες Ολυμπιακές εγκαταστάσεις.

Διαφήμιση: Ο βασικός μέτοχος

Το μυθιστόρημα το διακρίνουν δύο άξονες: η τέταρτη εξουσία ή πιο συγκεκριμένα ένας κλάδος που πηγάζει από αυτήν, η διαφήμιση, και η τρομοκρατία που προέρχεται από τον εθνικισμό. Μαθαίνουμε ότι οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών καναλιών είναι στην πραγματικότητα βασικοί α-μέτοχοι των καναλιών και ότι ουσιαστικά οι διαφημιστικές εταιρείες έχουν τον έλεγχό τους και γνωμοδοτούν ακόμα και για το πρόγραμμά τους. Από αυτόν τον κλάδο ζουν στρατιές ανθρώπων. Η κατάρρευσή του, επομένως, σημαίνει την καταστροφή αυτού του πλήθους των ανθρώπων, καθώς και την κατάρρευση των τηλεοπτικών καναλιών. Ο συγγραφέας δεν είναι απόλυτος. Κατακεραυνώνει τους διαφημιστές, αλλά αφήνει μια μικρή χαραμάδα. Θεωρεί τη διαφήμιση ως ένα αναγκαίο κακό στη δημοκρατική μας κοινωνία, γι’ αυτό άλλωστε και οι τιμωροί της τοποθετούνται ιδεολογικά στον χώρο της άκρας δεξιάς. Δεν παραλείπει επίσης να κάνει νύξη στην Αρχιεπισκοπή, η οποία ιδεολογικά παρουσιάζεται να βρίσκεται κοντά στους τρομοκράτες, αν και δεν υποστηρίζει – φανερά τουλάχιστον – την πράξη τους.

Όσον αφορά στο θέμα της τρομοκρατίας, που μας παρουσιάζεται από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο ως θέμα της διδακτορικής διατριβής της κόρης του ήρωά μας, συναντάμε τρεις μορφές της στο βιβλίο. Πρώτα, αυτήν της θαλασσοπειρατείας που πηγάζει από τον εθνικισμό και παρουσιάζεται να καταδικάζεται από το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης. Έπειτα, την τρομοκρατία στον χώρο της διαφήμισης, και τέλος, την «τρομοκρατία» της αστυνομίας, αφού θίγεται το ζήτημα της αστυνομικής βίας (κυρίως στην περίοδο της Δικτατορίας) από διάφορους χαρακτήρες του έργου, ακόμα και από την κόρη του ήρωά μας.

Έχουμε, τέλος, να παρατηρήσουμε ότι ο Μάρκαρης χρησιμοποιεί έξυπνα την αγάπη του Χαρίτου για τα λεξικά. Με αυτόν τον τρόπο είτε μπαίνουν σε τάξη οι σκέψεις του ήρωα, είτε προωθείται η δράση, η οποία ξετυλίγεται με εκπληκτική ταχύτητα. Δεν αποφεύγεται όμως η χρήση του από μηχανής θεού (με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της κλιμάκωσης του ενδιαφέροντος του αναγνώστη), ενός κομμουνιστή φίλου του ήρωά μας, τον οποίο είχε βοηθήσει στην περίοδο της Χούντας. Οι ζωντανοί χαρακτήρες, οι ρεαλιστικές σκηνές και το σταδιακό ξετύλιγμα του κουβαριού της υπόθεσης είναι μερικές από τις μεγάλες αρετές του «Βασικού Μετόχου», ενός αστυνομικού μυθιστορήματος που ακολουθεί μια κοινωνικοπολιτική προσέγγιση στα πράγματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Επισκέπτες