17/5/07

Τζόγος και γκίνια στη Φλωρεντία...


Βασίλης Πεσμαζόγλου, Τυφλό σύστημα

Ο Βασίλης Πεσμαζόγλου με το πρώτο του μυθιστόρημα, στο οποίο συνδυάζει διαφορετικά λογοτεχνικά είδη (λίγο από campus novel, λίγο από ταξιδιωτικό αφήγημα, λίγο από ερωτικό, λίγο από αστυνομικό και τέλος λίγο από πολιτικό-κοινωνικό μυθιστόρημα) μας εισάγει στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και πιο συγκεκριμένα στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα.

Ο συγγραφέας, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο, δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενος. Έργα του που έχουν προηγηθεί είναι: το αφήγημα 1993 (Ηριδανός, 1992) και η συλλογή διηγημάτων Αγίου Βαλεντίνου (Πόλις, 2002).

Στο Τυφλό Σύστημα (Πόλις, 2006) παρακολουθούμε έναν πρώην πανεπιστημιακό που βρίσκεται στην Ιταλία μετά από πρόσκληση φίλου του, με μόνη αρμοδιότητα να είναι ο φύλακας των σπιτιών του. Ενόσω διαμένει στη Φλωρεντία, στο σπίτι του φίλου του, αποφασίζει να μας εξιστορήσει τη ζωή του. Με ένα ευφυές τέχνασμα του συγγραφέα παρακολουθούμε τη ζωή του ήρωά μας, Δημήτρη Μητρόπουλου, να ξεδιπλώνεται με τη μορφή ασκήσεων στον υπολογιστή για την εκμάθηση του τυφλού συστήματος.

Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι πρόκειται για γόνο μεσοαστικής οικογένειας με πατέρα δικηγόρο που είχε επιχειρηματικές, αλλά και πολιτικές φιλοδοξίες. Λόγω λανθασμένων επιχειρηματικών χειρισμών, η οικογένεια του αφηγητή κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά της οικονομικής κλίμακας, όπως και ο πρωταγωνιστής μας κατεβαίνει τη σκάλα της προσωπικής του ισορροπίας. Περνάει από τον έγγαμο βίο στην εργένικη ζωή, από την οικονομική άνεση στην ανάγκη της χαρτοπαιξίας, για να βγάλει τα προς το ζην. Εκδιώκεται από την πανεπιστημιακή ζωή (καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας) και αυτοεξορίζεται σ’ ένα παλάτσο στη Φλωρεντία, όπου συναντά μια μυστηριώδη γυναίκα.

«Λούζερ» σε όλα

Πώς όμως ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τον Μητρόπουλο; Έχει πει σε μία συνέντευξή του: Ο ήρωάς μου είναι μια εκδοχή του “loser”. Καταφέρνει και επιβιώνει παίζοντας πολύ καλά πόκα, αλλά στα μεγάλα ταμπλό της ζωής – οικογένεια, επάγγελμα, έρωτας – του πάνε όλα κατά διαβόλου (Ελευθεροτυπία, 18-01-2007). Ας δούμε και πώς ο αφηγητής παρουσιάζει τον εαυτό του: … δεν υπήρξα ιδιαίτερα άτακτο παιδί, σκανδαλιάρικο. Ακόμα και στον τομέα αυτό, δεν ήμουν αρκετός. Όπως παντού. Σα μαθητής, φοιτητής, γιος, σύζυγος, εγγονός, μάνατζερ, καθηγητής, ήμουν χρυσή μετριότης. Τσίγκινη μάλλον. Τσίγκινη και τσιγγάνικη. […] Η μόνη στιγμιαία αναίρεση της μικρομεσαίας μου επίδοσης ήταν στις εξετάσεις για τη Νομική. Μπήκα πρώτος. Από το τέλος. Ήταν και αυτό κάτι, ένα είδος επιτυχίας, μια γεύση άκρων. Τρύπωσα εκεί μέσα σαν επιβάτης στον ηλεκτρικό, ακριβώς πριν κλείσουν οι πόρτες.

Ο πρωταγωνιστής μάς παρουσιάζει την κοινωνία, χρησιμοποιώντας μια συμβουλή για τη μνήμη που προέρχεται από τη θεία του, συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων: Πρέπει να χαράζεις πορεία, όπως λεν και οι ναυτικοί, μεταξύ δύο επικίνδυνων συμπληγάδων, δύο παντοδύναμων μαγνητικών πεδίων: της γενικευμένης λήθης και της εκ του πονηρού αναμόχλευσης. Και τα δύο τείνουν να συνθλίψουν την πραγματική μνήμη: οι άνθρωποι είτε αποσιωπούν και τελικά ξεχνούν, είτε ξεθάβουν επιλεκτικά, εξυπηρετώντας σκοπιμότητες του παρόντος· εις άγραν ψήφων, τιμών, οφικίων. Με αυτό το πνεύμα αφηγείται την αποσάθρωση του δημόσιου πανεπιστημίου και τις διεργασίες που συντελούνται σ’ αυτό (πανεπιστημιακές φατρίες, σχέσεις δοσοληψίας μεταξύ καθηγητών και φοιτητών, υποθέσεις λογοκλοπής) – είναι άλλωστε νωπές οι μνήμες της υπόθεσης Αλεξανδρόπουλου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (στην οποία επίσης κάνει αναφορά). Στο έργο παρεισφρέουν και κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία από την πανεπιστημιακή ζωή του συγγραφέα.

Ήρωας – έρμαιο της τύχης ή κύριος του εαυτού του;

Η τύχη σε όλη την έκταση του βιβλίου παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Μητρόπουλου. Όμως ο ήρωας δεν είναι έρμαιο της τύχης, αφού συνειδητά παίρνει κάποιες κρίσιμες αποφάσεις, κάτι που φαίνεται και στο αναπάντεχο τέλος του βιβλίου. Ο συγγραφέας χαρακτηριστικά αναφέρει: Θεωρώ ότι το μυθιστόρημά μου είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στη δυνατότητά μας να παρεμβαίνουμε στα πράγματα, αλλά και να αναγνωρίζουμε το τυχαίο (Ελευθεροτυπία 18-01-2007).

Το μυθιστόρημα αυτό, παρά την πολυπλοκότητα του μύθου και τις συχνές αναδρομές και παρεκβάσεις, που παραπέμπουν σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, όπως αναφέραμε, κερδίζει τους αναγνώστες με το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό τού αφηγητή. Σημαντικό ρόλο παίζει και η μορφή του, αφού σ’ αυτές τις 22 «ασκήσεις» για την εκμάθηση της δακτυλογράφησης σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζουν και τα λάθη του πρωτάρη (ξεχνά να αλλάξει παράγραφο, δεν βάζει το τελικό ς). Ο ήρωας καταφέρνει – αν και όχι χωρίς δυσκολία είναι αλήθεια – να κερδίσει τη συμπάθεια του αναγνώστη για τα δεινά που περνάει, τα οποία είναι εν μέρει αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών. Μπορούμε να αποκαλέσουμε τον πρωταγωνιστή μας έξυπνο παρατηρητή της κοινωνίας που δεν διακρίνεται πάντα από ανιδιοτέλεια. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα κριτική ματιά ενός οξυδερκούς ατόμου, όχι όμως του πλέον προσαρμόσιμου στις κοινωνικές επιταγές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Επισκέπτες